κοντράλτα

κοντράλτα
η
η αοιδός που έχει φωνή κοντράλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contralto].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοντράλτο — κοντράλτο, το και κοντράλτα, η (λ. ιταλ.), η βαθύτερη από τις γυναικείες φωνές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”